Ήταν 7 το απόγευμα, στις 9 Αυγούστου 1969, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι του Ρόμαν Πολάνσκι στο Λονδίνο. Ο σκηνοθέτης της ταινίας «Το Μωρό της Ρόζμαρι» βρισκόταν στην Αγγλία, προετοιμάζοντας το επόμενό του φιλμ, έχοντας πλέον κατακτήσει κριτικούς και κοινό στην Αμερική.

Η σύζυγός του, η όμορφη ηθοποιός, Σάρον Τέιτ, αγαπημένη πρωταγωνίστρια της ταινίας «Η Κοιλάδα με τις Κούκλες», έγκυος στον 8ο μήνα, τον είχε αφήσει πριν από λίγες ημέρες προκειμένου να επιστρέψει στο Λος Άντζελες και να γεννήσει εκεί.

Είχαν παντρευτεί τον προηγούμενο χρόνο και ήταν ένα από τα χαρισματικά ζευγάρια του Χόλιγουντ.

Η Τέιτ επρόκειτο να γεννήσει σε τρεις εβδομάδες, και ο μικρός αυτός χωρισμός από τον σύζυγό της δεν της ήταν εύκολος. Μαζί της, στο σπίτι που νοίκιαζαν οι Πολάνσκι στην απομονωμένη, Σιέλο Ντράιβ, έμεναν ο καλός της φίλος, κομμωτής Τζέι Σέμπριγκ, ο καλός φίλος του Ρομάν Πολάνσκι, Βόλτεκ Φραϊκόφσκι, και η σύντροφός του, Αμπιγκέιλ Φόλγκερ, για να μην είναι μόνη. Καθώς όμως η εγκυμοσύνη της προχωρούσε, ένιωθε ανασφάλεια. Το προηγούμενο βράδυ, ο σκηνοθέτης, ακούγοντας τη σύζυγό του ταραγμένη, είχε αποφασίσει να αλλάξει σχέδια και να επιστρέψει κοντά της την επόμενη ημέρα…

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο την επόμενη ημέρα, στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ακούστηκε η ζεστή φωνή της Σάρον, αλλά ο βραχνός ψίθυρος του Μπιλ Τέναντ. Ο Μπιλ ήταν σύζυγος της στενής φίλης της Σάρον Τέιτ, Σάντι Τέναντ: «Συνέβη μια καταστροφή στο σπίτι» είπε με τρεμάμενη φωνή στον Πολάνσκι.

«Η Σάρον είναι νεκρή, όπως και όλοι οι άλλοι, τους δολοφόνησαν…». Ο σκηνοθέτης αναφέρει στην αυτοβιογραφία του πως δεν θυμάται σχεδόν τίποτα από τις στιγμές που ακολούθησαν.

Οι επόμενες ημέρες, το ταξίδι της επιστροφής, η κηδεία της συντρόφου του ήρθαν και έφυγαν με τη βοήθεια ηρεμιστικών χαπιών.

Την ίδια στιγμή, το τετραπλό φονικό συγκλόνιζε το Χόλιγουντ και όλον τον κόσμο. Τα θύματα, τα οποία είχε βρει σε μια λίμνη αίματος το πρωί της 9ης Αυγούστου η οικονόμος του σπιτιού, είχαν δολοφονηθεί με εξαιρετικά βίαιο τρόπο, οι περισσότεροι από πυροβολισμό και μαχαίρι – η Τέιτ από δεκαέξι μαχαιριές. Στην πόρτα του σπιτιού είχε γραφτεί με αίμα, που αποδείχτηκε ότι ανήκε στη Σάρον Τέιτ, η λέξη «γουρούνια»…

Το πολλαπλό φονικό ήταν βούτυρο στο ψωμί του Τύπου. Ακόμα και οι έγκριτες εφημερίδες και περιοδικά, όπως το «Time», άρχισαν να αναπτύσσουν τις δικές τους θεωρίες για το τι μπορούσε να είχε συμβεί.

Οι φήμες ήθελαν τους Πολάνσκι να ζουν μια μη συμβατική ζωή.

Κάπνιζαν μαριχουάνα και έκαναν παρέα με χίπις, διάλεγαν κόσμο από τους δρόμους του Λος Άντζελες και τους έφερναν στο σπίτι για να κάνουν έρωτα μαζί τους, ασχολούνταν με τον αποκρυφισμό και έκαναν τελετές μαύρης μαγείας. Το πορτρέτο που ζωγράφιζαν οι φήμες ήταν φυσικά παραμορφωμένο.

Καθώς όμως η αστυνομία δεν είχε αρχικά κανένα στοιχείο σχετικά με το ποιος θα μπορούσε να είχε διαπράξει ή να κρυβόταν πίσω από το φόνο, οι ψίθυροι οργίαζαν. Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν ήθελαν καν να συναντήσουν τον Πολάνσκι, μήπως η επαφή μαζί του τους έφερνε στο στόχαστρο των δολοφόνων…

Μόνο μετά από την έφοδο σε φάρμες της Καλιφόρνια, όπου διέμεναν μέλη μιας συντροφιάς χίπις που αυτοαποκαλούνταν «Οικογένεια Μάνσον» και οι οποίοι είχαν συλληφθεί για διάφορες μικροκλοπές, η αστυνομία μπόρεσε να βρει τη λύση του μυστηρίου.

Ένα από τα μέλη της «οικογένειας», η Σούζαν Άτκινς, καυχήθηκε σε μια συγκρατούμενή της πως ήταν εκείνη που σκότωσε τη Σάρον Τέιτ.

Η εξιχνίαση του εγκλήματος δεν άργησε, φέρνοντας στο φως όλη τη φρίκη πίσω από αυτό, καθώς και τον κεντρικό πρωταγωνιστή του, τον Τσαρλς Μάνσον. Γεννημένος το 1934, ο Μάνσον είχε περάσει τραγικά παιδικά χρόνια, με τους γονείς του να τον έχουν εγκαταλείψει και τον ίδιο να μπαινοβγαίνει σε φυλακές.

Στη φυλακή είχε μάθει κιθάρα και είχε μυηθεί στη σαϊντελογία. Έν μέσω του «Καλοκαιριού της Αγάπης» αποφάσισε να γίνει γκουρού και σύντομα άρχισε να έχει πιστούς, τους οποίους κρατούσε κοντά του με τη βοήθεια γενναιόδωρης χρήσης κάθε λογής ναρκωτικών ουσιών. Στο σπίτι που ζούσε μαζί με τη Μαίρη Μπρούνερ σύντομα προστέθηκαν και άλλες 18 γυναίκες ως συγκάτοικοι.

Ο Μάνσον είχε πάθος με τη μουσική και τους Beatles και πίστευε ότι το τραγούδι τους Helter Skelter επιβεβαίωνε την προσωπική του φιλοσοφία για το επερχόμενο τέλος του κόσμου με αιματηρές φυλετικές συρράξεις. Έγραφε μουσική ο ίδιος και τραγουδούσε μαζί με τα μέλη της συνοδείας του, που αυτοαποκαλούνταν πλέον «Οικογένεια Μάνσον», και είχε όνειρό του την κυκλοφορία ενός δίσκου που μέσα από τα τραγούδια του θα πυροδοτούσε το Helter Skelter – το τέλος της κοινωνίας όπως τη γνωρίζουμε.

Η τύχη το έφερε έτσι ώστε να γνωρίσει τον Ντένις Γουίλσον του συγκροτήματος των Beach Boys.  Ο Γουίλσον τον γνώρισε σε διάφορους μουσικούς και παραγωγούς, όπως ο Τέρι Γουέλτσερ, που τον κάλεσε στο σπίτι που νοίκιαζε στη Σιέλο Ντράιβ για να ακούσει τα τραγούδια του. Δεν κατάφερε ωστόσο να προξενήσει το ενδιαφέρον κανενός. Σε λίγο καιρό, ο Γουίλσον άρχισε να καταλαβαίνει ότι πίσω από τη μάσκα του γκουρού ο Μάνσον έκρυβε ένα βίαιο και απρόβλεπτο χαρακτήρα.

Τελικά, ο Μάνσον, θέλοντας να κάνει πραγματικότητα το Helter Skelter, σχεδιάζει μια σειρά από φόνους που θα προξενούσαν κοινωνική αναταραχή. Έχει επισκεφτεί ξανά το σπίτι της Σιέλο Ντράιβ, έχει δει τη Σάρον Τέιτ και είναι ενήμερος ότι ο Τέρι Γουέλτσερ δεν μένει πια εκεί, αλλά έχει νοικιάσει το σπίτι στους Πολάνσκι. Διατάζει λοιπόν τέσσερα μέλη της οικογένειας, τον Τεντ Γουάτσον τη Σούζαν Άτκινς τη Λίντα Κασάμπιαν και την Πατρίσια Κρενγουίνκελ να πάνε στο σπίτι και να σκοτώσουν όποιον βρουν μέσα.

Οι τέσσερις παρακολουθούν το σπίτι, κόβουν το καλώδιο του τηλεφώνου, μπαίνουν από το φράκτη του κήπου και βρίσκουν τα θύματά τους στα κρεβάτια τους. Τους ξυπνάνε και τους βασανίζουν για αρκετή ώρα πριν τους σκοτώσουν. Όπως θα κατέθεταν αργότερα, η Σάρον Τέιτ τους ικέτευε να λυπηθούν το αγέννητο μωρό της, προσφέρθηκε να τους ακολουθήσει προκειμένου να ζητήσουν λύτρα, αλλά εκείνοι ήταν ανένδοτοι…

Η δίκη της «οικογένειας» Μάνσον πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο αργότερα και ο αρχηγός και τα μέλη της που συμμετείχαν στις δολοφονίες καταδικάστηκαν σε θάνατο – η ποινή τους όμως μετατράπηκε σε ισόβια.

Οι γυναίκες-μέλη της συμμορίας γρήγορα δήλωσαν τη μεταμέλειά τους, επιμένοντας πως διέπραξαν τα εγκλήματά τους υπό την επήρεια ναρκωτικών. Ο Μάνσον έγκλειστος κάτω από μέτρα υψηλής ασφαλείας, και φυσικά αμετανόητος…

Η τραγική απώλεια της οικογένειάς του στοίχισε, όπως ήταν φυσικό, τα πάντα για τον Πολάνσκι, που θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για ό,τι συνέβη, καθώς δεν ήταν εκεί για να προστατέψει τη γυναίκα και το αγέννητο παιδί του.

Για κάποιους, η τραγωδία που τον άγγιξε τότε, προκαλούμενη από τις νοσηρές εμμονές του, όπως ήθελε η τότε παραφιλολογία, δεν μπόρεσε ποτέ να τον αφήσει σε ησυχία. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Πολάνσκι θα βρισκόταν κατηγορούμενος για το βιασμό ενός ανήλικου κοριτσιού, το οποίο είχε φωτογραφίσει για τη Vogue και κατόπιν το είχε ναρκώσει και είχε ασελγήσει σε αυτό.

Προκειμένου να αποφύγει τη δίκη στην Αμερική, έφυγε από τη χώρα το 1976 και δεν επέστρεψε ποτέ. Αν και το θύμα του έχει δηλώσει πως δεν επιθυμεί πλέον την ποινική του δίωξη, ο Πολάνσκι, που σήμερα είναι παντρεμένος με την ηθοποιό Εμανουέλ Σενιέ, δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν του.

Πριν από μερικά χρόνια, πέρασε σχεδόν δύο μήνες στη φυλακή και ένα χρόνο σε κατ’ οικον. περιορισμό στην Ελβετία, όπου συνελήφθη έπειτα από αίτημα των αμερικανικών Αρχών, καθώς ακόμη εκκρεμεί εναντίον του το ένταλμα σύλληψης. Αν και οι ελβετικές Αρχές αρνήθηκαν την έκδοσή του και τον άφησαν ελεύθερο και το θύμα του τον έχει συγχωρήσει δημόσια, οι κατηγορίες τον κρατούν πάντα μακριά από αμερικανικό έδαφος…

Η τρομακτική ιστορία των δολοφονιών της οικογένειας Μάνσον ήρθε ξανά στην επικαιρότητα με την ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο «Μια φορά και έναν καιρό στο Χόλιγουντ» που αντλούσε την έμπνευση της από τις ημέρες των εγκλημάτων.

Όσο για τον Mάνσον, αμετανόητος, πέθανε στις 19 Νοεμβρίου 2017, σε ηλικία 83 ετών, με το τρομακτικό του βλέμμα και την ανάμνηση της φρίκης που προκάλεσε να μας στοιχειώνουν για πάντα…

 

Photo:Getty Images/Ideal Image

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ,

Ακολουθήστε το HELLO σε και !
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ