Η είδηση του θανάτου της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, έπειτα από ολιγοήμερη νοσηλεία ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία: Η επί 30 χρόνια διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, πάντα αεικίνητη, είχε μάλιστα προγραμματισμένη συνέντευξη τύπου στις 15 Ιουνίου για την παρουσίαση μεγάλης έκθεσης για τον Κωνσταντίνο Παρθένη.

“Την Παρασκευή στις 7 το απόγευμα μίλησα τελευταία φορά μαζί της.” έγραψε ο υπουργός Εργασίας Κώστας Χατζιδάκης.”Ήταν σοκ για εμένα, όχι μόνο διότι πίστευα ότι θα ξεπερνούσε την ταλαιπωρία της, αλλά και επειδή η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα ήταν μια Ελληνίδα που πάντοτε ξεχώριζα: Στην πορεία της ξεπέρασε μια σειρά από μεγάλα εμπόδια:

Ότι ήταν από την περιφέρεια κι όχι από την Αθήνα.

Ότι ήταν γυναίκα κι όχι άντρας. Ότι είχε όπλο αρχές κι αξίες κι όχι άλλους τρόπους επιβολής της προσωπικότητας και της βούλησής της”

“Όλοι χάνουμε σήμερα μία μορφή δραστήρια, δημιουργική όσο και οικεία. Και, προσωπικά, μία ξεχωριστή φίλη.” ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. “Μία κυρία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, που υπηρέτησε τις τέχνες και για 30 χρόνια κράτησε το τιμόνι της Εθνικής Πινακοθήκης.

Διατήρησε, έτσι, ολοζώντανο ένα κύτταρο αισθητικής και προσιτό σε όλους έναν πνεύμονα μνήμης και καλλιέργειας. Για να οδηγήσει, πριν φύγει, το αγαπημένο της «Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου» στη νέα εποχή, μετά την ανακαίνιση και τον εκσυγχρονισμό του. Έργο στο οποίο αφιερώθηκε με πάθος.”

Τον περασμένο Σεπτέμβριο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας της απένειμε το «Βραβείο Πολιτισμού Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη 2021» για την προσφορά της στον χώρο του πολιτισμού και των τεχνών.

Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών τα ξημερώματα της Δευτέρας. Είχε γεννηθεί το 1939 στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης.

Πώς βρέθηκε ένα κορίτσι από ένα φτωχό χωριό του Ηρακλείου να ασχολείται με την τέχνη; Η Μαρίνα
Λαμπράκη – Πλάκα είχε εξηγήσει σχετικά: «Αυτό που μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα δεν γίνεται στη Γαλλία, όπου οι τάξεις είναι απόλυτα διαχωρισμένες. Εκεί τα στελέχη της διοίκησης προέρχονται από την ανώτερη τάξη και είναι εκπαιδευμένα γι’ αυτό. Στην Ελλάδα μέχρι πρότινος τα πράγματα ήταν απολύτως διαφορετικά».

“Η Μαρίνα Λαμπράκη κατάγεται από ένα μικρό χωριό του Ηρακλείου, το Αρκαλοχώρι, από πατέρα σιδηρουργό και μητέρα αγρότισσα.” αναφέρει ο συγγραφέας Γιάννης Ν Μπασκόζος σε κείμενό του για την διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης:

Φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

“Οι γονείς της την άφησαν να πάει μόνον στις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου, μετά έπρεπε να την στείλουν στο Ηράκλειο μόνη της. Το φοβήθηκαν, θεωρούσαν ότι είναι ήδη της παντρειάς. Ήταν ανήσυχο κορίτσι και για να μην κάθεται άρχισε να δουλεύει σε ένα μικρό μαγαζί, ένα παντοπωλείο του χωριού.

Εκεί σύχναζε ο Δημήτρης Πλάκας, ένας 26χρονος καθηγητής που διορίστηκε στο Γυμνάσιο του χωριού. Πάμπτωχος, είχε έρθει με μια βαλίτσα που περιείχε μια αλλαξιά ρούχα και πολλά βιβλία, διορισμένος μακριά από το κέντρο λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Αυτός της δάνεισε τα πρώτα της αναγνώσματα. Τολστόι, Ντοστογιέφσκι…

“Ήρθε στο χωριό με άδεια βαλίτσα και 4.000 βιβλία. Με δίσκους κλασικής μουσικής και ένα πικάπ. Μου άνοιξε την πόρτα και μπήκα στον Παράδεισο.” είχε πει η ίδια.

Ο έρωτας ήρθε ως φυσική συνέπεια. Οι γονείς της ανησύχησαν. Την κάλεσα να διακόψει ή να επισημοποιήσει τον δεσμό της. Έτσι η μικρή Μαρίνα βρέθηκε παντρεμένη με τον Δημήτρη Πλάκα, που έμελλε να γίνει ο μέντοράς της.

Ο Δημήτρης την παρότρυνε να συνεχίσει τις σπουδές της και να διαβάζει. Η Μαρίνα Λαμπράκη, που είχε γίνει Πλάκα πια, σπούδασε Αρχαιολογία, ενώ έκανε δύο χρόνια μετεκπαίδευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης.

Με τον σύζυγό της Δημήτρη Πλάκα.

Ο σύζυγός της πήρε μετάθεση για την Αθήνα, όταν εκείνη τελείωσε το πανεπιστήμιο. Η φτώχεια ήταν συστατικό της ζωής τους, αλλά και αυτό που τους δυνάμωνε να συνεχίσουν. Με υποτροφίες του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών βρέθηκε με τον άνδρα της στο Παρίσι.”

Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1959-1964) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο ίδιο τμήμα στην Κλασική Αρχαιολογία με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.) και με θέμα: “Προσωκρατική Φιλοσοφία και Τέχνη”.

Το ζευγάρι – όπως είχε διηγηθεί η ίδια – κατάφερε «να χτίσει σπιτικό» 15 χρόνια μετά τον γάμο του καθώς αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες. Οι δυο τους δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά.

Ο σύζυγος της πέθανε τον Ιούνιο του 1992 και τάφηκε στον οικογενειακό τάφο της μητέρας του στη Σύρο. Η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή της στα ΝΕΑ το 1998, ότι για χρόνια έβρισκε μηνύματα αγάπης από μαθήτριές του στον τάφο του.

Ιστορικός τέχνης, αρχαιολόγος και Ομότιμη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών υπηρέτησε ως Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου από το 1992 φέρνοντας έναν άνεμο ανανέωσης.

Υπό την αιγίδα της η Εθνική Πινακοθήκη φιλοξένησε σημαντικές εκθέσεις και προσέλκυσε το πλατύ κοινό, και φυσικά ανακαινίσθηκε και επεκτάθηκε με το κτήριο της να παίρνει νέα μορφή.

“Το νέο που μπορείς να προτείνεις σε ένα μουσείο είναι να ερμηνεύσεις τα έργα του διαφορετικά ή να οργανώσεις ένα διάλογο του παρελθόντος με το παρόν.” είχε πει σε συνέντευξή της στο “The Art Newspaper”.

“Προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχει εξαντληθεί η εμπειρία της επαφής μας με την ελληνική τέχνη. Η ελληνική τέχνη περιβάλλεται από παρεξηγήσεις. Κατ’ αρχήν, σας θυμίζω τη μέχρι πρότινος αρνητική διάθεση απέναντι στη Σχολή του Μονάχου, επειδή Έλληνες ζωγράφοι γαλουχήθηκαν καλλιτεχνικά στο Μόναχο κι έτσι διατήρησαν μια ακαδημαϊκή εικαστική γλώσσα· ενώ υποτίθεται ότι αν πήγαιναν στο Παρίσι, η ελληνική τέχνη θα εξελισσόταν διαφορετικά.

Πώς, όμως, εκεί που ήμασταν αναλφάβητοι καλλιτεχνικά στην Ελλάδα ξαφνικά θα γινόμασταν πρωτοπόροι; Μέσα από εκθέσεις όπως το Παρίσι – Αθήνα αποδείξαμε ότι και οι καλλιτέχνες που βρέθηκαν στη γαλλική πρωτεύουσα ακολούθησαν την ακαδημαϊκή παράδοση, διότι δεν ήταν προετοιμασμένοι να υιοθετήσουν τα καινούργια ρεύματα της τέχνης.

Ανάμεσά τους, ο Ιάκωβος Ρίζος, ο δημιουργός της περίφημης Αθηναϊκής βραδιάς, ο οποίος μάλιστα υπήρξε φίλος του Ρενουάρ και θαυμαστής του Ντεγκά και ζούσε στο Παρίσι την εποχή που εκδηλώθηκε το ιμπρεσιονιστικό κίνημα. Επίσης ο Θεόδωρος, ο οποίος ήταν οριενταλιστής.”

H Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα είχε μεταξύ άλλων, διατελέσει αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού-Παιδείας και Θρησκευμάτων της Υπηρεσιακής κυβέρνησης με πρωθυπουργό την Βασιλική Θάνου την περίοδο 28 Αυγούστου με 23 Σεπτεμβρίου 2015.

Με την τότε υπουργό πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου στο εργοτάξιο της επέκτασης της Πινακοθήκης

Για τα 30 χρόνια της στο τιμόνι της Εθνικής Πινακοθήκης είχε πει στην δημοσιογράφο Μαρία Κατσουνάκη:

“Είμαι ευγνώμων που μου έδειξαν εμπιστοσύνη όλες οι κυβερνήσεις. Το ίδιο το έργο το κέρδισε, βέβαια, αυτό. Οι πολιτικοί είδαν τον κόσμο, είδαν τις ψήφους. Όταν ήρθαν 600.000 για την έκθεση από τον «Θεοτοκόπουλο στο Σεζάν», και οι ουρές αγκάλιαζαν το κτίριο, ήταν στην αρχή της θητείας μου, τον Δεκέμβριο του ’92.

Η Άννα Ψαρούδα Μπενάκη τότε, ως υπουργός Πολιτισμού, διαπραγματεύτηκε σκληρά για έναν Ρούμπενς, έναν Ρέμπραντ. Έπαιρνε κι έλεγε “δεν σας δίνω αυτό αν δεν μου δώσετε εκείνο”…

Έβαλα την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη να κάνει την πρώτη διαφήμιση έκθεσης. Στον Γκρέκο, ήταν η Ειρήνη Παπά. Οι αποφάσεις να χρησιμοποιήσουμε μάρκετινγκ τεχνικές για να προβάλουμε έργα τέχνης ήταν πρωτόγνωρες και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.”

Είχε αντιμετωπίσει κατά καιρούς αρκετές επικρίσεις: Ότι ήταν συντηρητική, ότι δεν υποστήριζε τη Μοντέρνα Τέχνη όσο θα έπρεπε, ότι δε βοηθούσε τους νέους καλλιτέχνες. Στην πράξη ωστόσο ήταν εκείνη που έκανε την Εθνική Πινακοθήκη μόδα και έφερε το πλατύ κοινό σε αυτήν με τις μνημειώδεις εκθέσεις που διοργάνωνε.

«Έχω μια ζωή πλήρη. Είχα έναν λατρεμένο σύζυγο που τον έχασα νωρίς. “Έφυγε” έξι μήνες αφότου μπήκα στην Πινακοθήκη. Παντρευτήκαμε όταν εγώ ήμουν 17 κι εκείνος 27. Η μητέρα μου πέθανε από καρκίνο, 48 χρόνων, όταν βρισκόμουν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Ήταν πληγή ο θάνατός της πολύ μεγάλη. Ο Δημήτρης μού έλεγε ότι έκανα τρία χρόνια να γελάσω… ” είχε διηγηθεί το 2021 στην δημοσιογράφο Μαρία Κατσουνάκη:

“Για να επιστρέψω, όμως, στην αρχή. Σπούδασα και έκανα αυτά που μου άρεσαν. Είχα μαθητές που αγαπώ και με αγαπούν. Ήρθα σε αυτό το μουσείο και έκανα πράγματα που πέτυχαν, όσο πέτυχαν. Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Φοβάμαι μόνο την αρρώστια. Και για ένα πράγμα στενοχωριέμαι: Δεν θα προλάβω να δω τις τεχνολογικές εξελίξεις».

Πρώτη δημοσίευση στο Hello Magazine

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ

Ακολουθήστε το HELLO σε και !
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ